ψιχαστήρα, η [psixa’stira]: μεταλλική χειροκίνητη συσκευή για τον ψεκασμό του αμπελιού: ‘Πάρε την ψιχαστήρα για τ’αμπέλι’. [λόγ. ψεκασ- (ψεκάζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. sprinkler].
ψιχαστήρα, η [psixa’stira]
από
Ετικέτες:
ψιχαστήρα, η [psixa’stira]: μεταλλική χειροκίνητη συσκευή για τον ψεκασμό του αμπελιού: ‘Πάρε την ψιχαστήρα για τ’αμπέλι’. [λόγ. ψεκασ- (ψεκάζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. sprinkler].
από
Ετικέτες: