ΔΠΗ
ψιχαλισμένος, -η, -ο [psiħali’smenos]: α. ο ελαφρά βρεγμένος. β. ο ελαφρά μεθυσμένος. γ. αυτός που αποφεύγει να δώσει μία απάντηση. [ψιχάλ(α) -ισμένος].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: