ψιλολιές, οι [psilo’ʎes]

ψιλολιές, οι [psilo’ʎes]:  οι ψιλές ελιές. [< ψιλ(η) -ο- (ε)λ(ιά) -ιες].


Δημοσιεύτηκε

σε

από