ψες [pses]: (επίρρ. χρον.) κατά το προηγούμενο από το σημερινό βράδυ, χθες το βράδυ. [αρχ. ὀψέ ‘αργά το βράδυ΄ > οψές > ψες κατά το χθες, χτες· οψές > εψές με υποχωρ. αφομ. [o-e > e-e] · αποβ. του τελικού [s] κατά τα πότε, κάποτε].
Και: https://ilialang.gr/εψές-epses/
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i