ψανιάζει [psa’ɲazi]: όταν αρχίσει το σιτάρι να καρπίζει: ‘Επιτέλους το χωράφι ψανιάζει’. [< ψάνη https://ilialang.gr/ψάνη-η/ + -ιάζει].
ψανιάζει [psa’ɲazi]
από
Ετικέτες:
ψανιάζει [psa’ɲazi]: όταν αρχίσει το σιτάρι να καρπίζει: ‘Επιτέλους το χωράφι ψανιάζει’. [< ψάνη https://ilialang.gr/ψάνη-η/ + -ιάζει].
από
Ετικέτες: