χωρατό, το [xora’to]

χωρατό, το [xora’to]: αστείο, άκακο πείραγμα: ‘Χοντροκομμένο χωρατό μου έκανες’. [χωρατ(εύω) -ό (αναδρ. σχημ.)]..


Δημοσιεύτηκε

σε

από