χτικιό το [xti’co]: φυματίωση. [μσν. κτικιό με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < κτικ(ιάζω) (δες στο χτικιάζω) -ιό (αναδρ. σχημ.)].
χτικιό το [xti’co]
από
Ετικέτες:
χτικιό το [xti’co]: φυματίωση. [μσν. κτικιό με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < κτικ(ιάζω) (δες στο χτικιάζω) -ιό (αναδρ. σχημ.)].
από
Ετικέτες: