ΔΠΗ
χτικιάρης, -α, -ικο [xti’caris]: α. φυματικός. β. αρρωστιάρης. [μσν. κτικιάρης με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < κτικ(ιό) (δες στο χτικιό) -ιάρης].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: