χούσβελη, η [‘xusveli]

χούσβελη, η [‘xusveli]: η στάχτη του τζακιού. [< χόβολη].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από