ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
χούκι, το [‘xuki]
χούκι, το [‘xuki]: η συνήθεια. [τουρκ. hu(κ)y].
http:ilialang.gr/wp-content/uploads/Χούκι-το.mp3
Δημοσιεύτηκε
30 Νοεμβρίου, 2018
σε
Χ
από
admin
Ετικέτες:
ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
,
ΤΟΥΡΚΙΚΗ