ΔΠΗ
χοχλάζω [xo’xlazo]: 1. για υγρά που αναταράζονται έντονα κατά το βρασμό, δημιουργώντας μεγάλες φυσαλίδες. [λόγ. < ελνστ. κοχλάζω (αρχ. καχλάζω)· μσν. χοχλάζω < ελνστ. κοχλάζω με υποχωρ. αφομ. [k-x > x-x].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: