χουχουλιέμαι [xuxu’ʎeme]: α. ζεσταίνω τα χέρια με την ανάσα μου. β. κάποιος που βγάζει κλαψιάρικα επιφωνήματα [ηχομ.].
χουχουλιέμαι [xuxu’ʎeme]
από
Ετικέτες:
χουχουλιέμαι [xuxu’ʎeme]: α. ζεσταίνω τα χέρια με την ανάσα μου. β. κάποιος που βγάζει κλαψιάρικα επιφωνήματα [ηχομ.].
από
Ετικέτες: