χουλιάρι, το [xu’ʎari]: κουτάλι. [ελνστ. κοχλιάριον (υποκορ. του αρχ. κόχλος, κοχλίας) >*χοχλιάριον (αφομ. [k-x > x-x] ) > *χουχλιάριον ( [o > u] από επίδρ. των υπερ. [x] και του [l] ) > *χουλιάριον(ανομ. αποβ. του δεύτερου [x] ) > χουλιάρι (αποφυγή της χασμ.)].
χουλιάρι, το [xu’ʎari]
από
Ετικέτες: