ΔΠΗ
ζολιασμένος, -η, -ο [xoʎa’smenos]: ο θυμωμένος, στενοχωρημένος. ‘Είναι χολιασμένη τώρα! Μην της μιλάς!’ (έχει νευριάσει). [αρχ. χολ(ῶ) -ιασμένος].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: