ΔΠΗ
χλιαίνω [‘xʎeno]: κάνω κτ. χλιαρό, ανεβάζοντας ή κατεβάζοντας τη θερμοκρασία του: ‘Άφησε το γάλα να χλιάνει’. [αρχ. χλιαίνω].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: