χλαπουτσάω [xlapu’tsao]: τρώω γρήγορα μεγάλη ποσότητα φαγητού και κάνοντας θόρυβο. [ηχομιμ.].
Και: https://ilialang.gr/χλαπακιάζω/
Και: https://ilialang.gr/χλαπακιάζω-xlapakazo/
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o