χιονίστρα, η [ço’nistra]

χιονίστρα, η [ço’nistra]: τοπικός ερεθισμός και πρήξιμο που παρουσιάζεται στα δάχτυλα, στη μύτη και στα αυτιά και που προκαλείται από ψύξη. [χιόν(ι) -ίστρα].


Δημοσιεύτηκε

σε

από