χειρόσβαρνα, η [xi’rosvarna]: ξύλινο ή μεταλλικό εργαλείο για το χωράφι. [χέρ(ι) -ο- σβάρνα < σλαβ. barna ‘γεωργικό εργαλείο’].
χειρόσβαρνα, η [xi’rosvarna]
από
Ετικέτες:
χειρόσβαρνα, η [xi’rosvarna]: ξύλινο ή μεταλλικό εργαλείο για το χωράφι. [χέρ(ι) -ο- σβάρνα < σλαβ. barna ‘γεωργικό εργαλείο’].
από
Ετικέτες: