χαψιά, η [xa’pça]: η μπουκιά, όσο φαγητό χωράει το στόμα [μσν. χάπτω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < αρχ. κάπτω ‘καταπίνω με βουλιμία΄ ( [k > x] ;)· μεταπλ. χά(φτω) -βω με βάση το συνοπτ. θ. χαψ- κατά το σχ.: κλεψ- (έκλεψα) – κλέβω].
χαψιά, η [xa’pça]
από
Ετικέτες: