χαμόσπιτο, το [xa’mospito]

χαμόσπιτο, το [xa’mospito]: χαμηλό, μικρό και φτωχικό σπίτι. [χαμο- + σπίτ(ι) -ο].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από