χαμπερίζω [xambe’rizo]

χαμπερίζω [xambe’rizo]:  υπολογίζω, λογαριάζω: ‘Δεν χαμπερίζει μήτε τον πατέρα του!’ [ < χαμπέρ(ι) –ίζω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από