ΔΠΗ
χαμπερίζω [xambe’rizo]: υπολογίζω, λογαριάζω: ‘Δεν χαμπερίζει μήτε τον πατέρα του!’ [ < χαμπέρ(ι) –ίζω].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: