χαλκιάς, ο [xal’cas]: αυτός που κατεργάζεται το χαλκό. || σιδεράς. [μσν. χαλκιάς < *χαλκέας με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. χαλκεύς, αιτ. -έα].
χαλκιάς, ο [xa’lcas]
από
Ετικέτες:
χαλκιάς, ο [xal’cas]: αυτός που κατεργάζεται το χαλκό. || σιδεράς. [μσν. χαλκιάς < *χαλκέας με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. χαλκεύς, αιτ. -έα].
από
Ετικέτες: