χαΐρι, το [xa’iri]: όφελος, προκοπή: ‘Δεν είδα χαΐρι απ΄ αυτόν’ (δε μου πρόσφερε τίποτε καλό). (κατάρα) Χαΐρι να μη δεις! [τουρκ. hayιr (από τα αραβ.) -ι].
χαΐρι, το [xa’iri]
από
Ετικέτες:
χαΐρι, το [xa’iri]: όφελος, προκοπή: ‘Δεν είδα χαΐρι απ΄ αυτόν’ (δε μου πρόσφερε τίποτε καλό). (κατάρα) Χαΐρι να μη δεις! [τουρκ. hayιr (από τα αραβ.) -ι].
από
Ετικέτες: