χάμου [‘xamu]

χάμου [‘xamu]: κάτω, καταγής [μσν. χάμω < αρχ. χαμαί με μετακ. τόνου και αλλ. -αι >  αναλ. προς τα κάτω, πάνω· χάμου: αλλ.  > -ουαναλ. προς τα πού, κάπου, αυτού].


Δημοσιεύτηκε

σε

από