φώτιμα, το [‘fotima]

φώτιμα, το [‘fotima]: το ξημέρωμα: ‘Περιμένει μέχρι να βγει το φώτιμα’.  [< φώτι(σ)μα].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από