φυσουνιασμένος [fisuɲa’smenos]

φυσουνιασμένος, -η, -ο [fisuɲa’smenos]: αυτός που είναι υπό την επήρεια ουσιών. ‘Δεν τόνε βλέπεις; Είναι φυσουνιασμένος!’ [<φυσούν(ι) -ιασμένος < φυσ(ώ) -όνι ( [o > u] από επίδρ. του [n] )].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: