ΔΠΗ
φυρός, -ή, -ό [fi’ros]: (μτφ.) που έχουν μειωθεί οι πνευματικές του ικανότητες, η αντίληψη, η κρίση του: ‘Φυρό μυαλό. Ο καημένος είναι λίγο φυρός’. [αρχ. φυρ(ῶ δες στο φυραίνω) -ός (αναδρ. σχημ.)].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: