φιντάνι, το [fi’dani]

φιντάνι, το [fi’dani]: α. το βλαστάρι. β. νεαρό πονηρό άτομο: ‘Είναι φιντάνι αυτός! Μην τον εμπιστεύεσαι’. [αντδ. < τουρκ. fidan  < αρχ. φυτόν].


Δημοσιεύτηκε

σε

από