ΔΠΗ
φτερακάω [ftera’kao]: α. φτερουγίζω, πετάω. β. (μτφ.) πεθαίνω: ‘Εγώ ίσαμε τότε, θα έχω φτερακίσει’. [ < φτερ(ουγίζω) -ακάω].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: