φτενός, -ή, -ό [fte’nos]: λεπτός, λιγνός: ‘Κόψε μου μια φέτα τυρί, φτενή νά’ναι’. [μσν. φτενός < πτενός με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft], ίσως < αρχ. πτηνός ‘φτερωτός’].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
φτενός, -ή, -ό [fte’nos]: λεπτός, λιγνός: ‘Κόψε μου μια φέτα τυρί, φτενή νά’ναι’. [μσν. φτενός < πτενός με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft], ίσως < αρχ. πτηνός ‘φτερωτός’].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o