φρατζιάτα, η [fra’dzʝata]: πρόχειρο καλύβι από χόρτα για το καλοκαίρι, στέκι. ‘Ο βοσκός καθόταν στη φρατζιάτα του για να ξαπωστάσει’.
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
φρατζιάτα, η [fra’dzʝata]: πρόχειρο καλύβι από χόρτα για το καλοκαίρι, στέκι. ‘Ο βοσκός καθόταν στη φρατζιάτα του για να ξαπωστάσει’.
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
από
Ετικέτες: