φουρκάω [fu’rkao]

φουρκάω [fu’rkao]: κρεμάω: ‘Φουρκίστηκε’ (απαγχονίστηκε): https://ilialang.gr/φουρκίστηκε/. [ ελνστ.< φουρκ(ίζω) -άου].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από