ΔΠΗ
φουγκαρία, η [funga’ria]: η φωτιά: ‘Άναψε μια φουγκαρία που έφτασε ίσαμε πάνω’.
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: