φορτσάτος [fo’rtsatos]

φορτσάτος, -η, -ο: γρήγορος, ο βιαστικός: ‘Ήρθε με έναν αέρα φορτσάτο’. [ιταλ. forzato ].


Δημοσιεύτηκε

σε

από