φλέσουρα, τα [‘flesura]: α. ξερά φύλλα δέντρου. β. άχρηστα: ‘Πήρε όλα τα φλιέσκουρα και τα πέταξε’.
φλέσουρα, τα [‘flesura]
από
Ετικέτες:
φλέσουρα, τα [‘flesura]: α. ξερά φύλλα δέντρου. β. άχρηστα: ‘Πήρε όλα τα φλιέσκουρα και τα πέταξε’.
από
Ετικέτες: