φλέσουρα, τα [‘flesura]

φλέσουρα, τα [‘flesura]: α. ξερά φύλλα δέντρου. β. άχρηστα: ‘Πήρε όλα τα φλιέσκουρα και τα πέταξε’.

Και: https://ilialang.gr/φλέσουρα-τα/


Δημοσιεύτηκε

σε

από