φλάμπουρο, το [‘flamburo]: α. είδος πολεμικής σημαίας· (πρβ. λάβαρο). β. (υποτιμ.) ο λεβέντης [μσν. φλάμπουρον < *φλάμπουλον (ανομ. υγρών [l-l > l-r] ) < φλάμουλον (τροπή του μεσοφ. [m > mb] ) < ελνστ. φλάμμουλ(α) -ον < υστλατ. flammula ‘σημαία του ιππικού’ (επειδή απεικόνιζε μικρή φλόγα: λατ. flamma)].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o