φκιασίδι, το [fca’siði]: η περιποίηση του σώματος. [< φτιασίδι με αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. [ftasí- > fasí-] και ανομ. τρόπου άρθρ. [f > fk] ].
φκιασίδι, το [fca’siði]
από
Ετικέτες:
φκιασίδι, το [fca’siði]: η περιποίηση του σώματος. [< φτιασίδι με αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. [ftasí- > fasí-] και ανομ. τρόπου άρθρ. [f > fk] ].
από
Ετικέτες: