φκιάνω [‘fcano]

φκιάνω [‘fcano]: α. φτιάχνω. β. χαιρετισμός: ‘Τι φκιάνς; (τι κάνεις;)[< φτιάνω με αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. [ftáno > fáno] και ανομ. τρόπου άρθρ. [f > fk] ].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: