φθισικός [fθisi’kos]

φθισικός, -ή, -ό [fθisi’kos]: ο φυματικός. [λόγ. < αρχ. φθισικός].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: