φευγοδικάω [fevγoði’kao]

φευγοδικάω [fevγoði’kao]: κρύβομαι γιατί καταζητούμαι από τον νόμο. [< φεύγ(ω) –ο- δικ(ώ) –άω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από