ΔΠΗ
φευγάλα, η [fe’vγala]: η φυγή: ‘Τον έπιασε μια φευγάλα’. [φεύγ(ω) -άλα].
Και: https://ilialang.gr/φευγούλα-η/
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: