ξεκλώνια, τα [kse’kloɲa]

ξεκλώνια, τα [kse’kloɲa]: οι ξεφτισμένες κλωστές. [< ξε- κλων(άρι / ι) –ια].


Δημοσιεύτηκε

σε

από