φακιόλι, το [fa’coli]: α. (προφ.) γυναικείο μαντίλι που δένεται στο κεφάλι για να το προστατεύει, κυρίως κατά την εκτέλεση οικιακών εργασιών· β. πετσέτα φαγητού (πρβ. τσεμπέρι). [μσν. φακιόλιν < ελνστ. φακιάλιον < υστλατ. facial(e) ‘κεφαλόδεσμος΄ -ιον < λατ. facies ‘πρόσωπο΄ με επίδρ. του ελνστ. φακιόλιον (ίδ. σημ.) < λατ. fasciol(a) ‘μικρός επίδεσμος΄ -ιον].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o