φέρτσα, η [‘fertsa]

φέρτσα, η [‘fertsa]: α. λωρίδα από λίπος γουρουνιού. β. (μτφ.) το δέρμα: ‘Το νερό ήταν τόσο καυτό που μού’βγαλε τη φέρτσα!’.

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από