τσόλι, το [‘tʃoli]

τσόλι, το [‘tʃoli]: α. φτηνό ή παλιό στρωσίδι: ‘Έριξε κάτω ένα τσόλι και ξάπλωσε’. || (επέκτ.) παλιό ρούχο ή οποιοδήποτε κουρέλι (συνήθως, στον πληθυντικό). β. (μτφ.) άνθρωπος ηθικά και κοινωνικά τιποτένιος: ‘Είναι τσόλι, παλιάνθρωπος μπίτι’. [τουρκ. çul -ι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από