ΔΠΗ
τσούκνα, η [‘tʃukna]: υφαντό αμάνικο πανωφόρι. [< σλαβ. sykno ‘τσόχα, κετσές’ -α].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: