τσούγκανο, το [‘tʃuŋgano]

τσούγκανο, το [‘tʃuŋgano]: πολύ ξερό ψωμί.

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από