τσουτσουρίζω [tsutsu’rizo]

τσουτσουρίζω [tsutsu’rizo]: κτυπάω με ψιλή βέργα. [ίσως, τσούζω ‘με πονάει κτ., κρεμώ κπ. σε καπνό για τιμωρία'< τσούκζω < περσ. suqt ‘φωτιά’ ή αρχ. σίζω ‘σφυρίζω, τσιτσιρίζω (για καυτό μέταλλο που το βουτάμε στο νερό)’].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: