τσουρουφλάω [tsuru’flao]

τσουρουφλάω [tsuru’flao]: καίω με κερί. [τσουρουφλ(ίζω) -άω].

Και: https://ilialang.gr/τσουρουφλίζω/


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: