τσουρλώνω [tsu’rlono]

τσουρλώνω [tsu’rlono]: σουφρώνω: ‘Τσούρλωσε τα χείλα’ (έσφιξε τα χείλη). [ίσως από το ρ. στυλώνω ‘στήνω όρθια’].

Και: https://ilialang.gr/τσουλώνω/


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: